ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ιδιαίτερα καλλιγράφος. Ας διαβάσουμε απόσπασμα από επιστολή του ίδιου του ποιητή προς τη Χρύσα Προκοπάκη και το Νικηφόρο Παπανδρέου, όπου ο Γιάννης Ρίτσος, ανάμεσα στα άλλα, εξηγεί την προσφιλή του τακτική να γράφει σε καλλιγραφημένα χειρόγραφα τα ποιήματά του και να τα στολίζει με δικά του κοσμήματα. Το απόσπασμα είναι, επίσης, αποκαλυπτικό για τον τρόπο εργασίας του ποιητή, αλλά και για τη σχέση του με τη βυζαντινή - ορθόδοξη παράδοση. Η επιστολή γράφτηκε την 1η Οκτωβρίου 1969 στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου ο ποιητής ζούσε σε κατ΄ οίκον περιορισμό, που του είχε επιβληθεί από την απριλιανή δικτατορία.
"Μη σας παραξενέψει που τα 'γραψα έτσι [1] και τα ομορφοστόλισα σαν τα χειρόγραφα των βυζαντινών καλόγερων. Ξέρετε πως από χρόνια πολλά το συνηθίζω -θυμηθείτε κι άλλες σειρές ποιημάτων μου γραμμένες έτσι. Κι οι "Ταναγραίες" [2] μ΄ αυτό τον τρόπο είναι γραμμένες. Καταλαβαίνω μια χαρά αυτήν την αφοσίωση των μοναχών στην καλή γραφή. Είναι μια μορφή θρησκευτικής κατάνυξης προς το λόγο του Θεού - σε μένα προς την ποίηση. Είναι κι ένα είδος προσευχής και απομάκρυνσης απ΄ τα "εγκόσμια" -μια ευγενική, ταπεινή, πραϋντική ταύτιση με το "θείο". Ίσως και μια μέθοδος απόσπασης απ΄ την όποια οδύνη κι απ΄ τα όποια δεσμά, - μια μέθοδος λήθης και λύτρωσης. Στην περίπτωσή μου, ίσως είναι και η έκφραση της ανικανοποίητης λαχτάρας μου για τη ζωγραφική, που με κρατάει από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι, βλέπετε, οπτικός τύπος. Κι ακόμη κάτι: γράφω τόσες φορές το κάθε ποίημα, και σε κάθε γράψιμο το ξαναδουλεύω τόσο, που για να συνεχίσω πια την άχαρη γραφική δουλειά, θα ΄πρεπε η ίδια να αποχτήσει κάποιο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, σε σχέση με το ποίημα και άσχετα απ΄ αυτό. Κι ίσως κάτι άλλο: γράφοντας ένα ποίημα με τόση λεπτόλογη προσοχή δένομαι περισσότερο μαζί του, το "καταχτώ" και το "στοχάζομαι" ως το απόλυτο - το νιώθω πια τελειωμένο, σαν τυπωμένο -ολότελα δικό μου και σαν ανεξαρτητοποιημένο ταυτόχρονα- ξένο, με το δικό του σώμα. Κι έτσι μπορώ να βάλω κάποιο φρένο στην αιώνια μανία μου της επεξεργασίας, της διόρθωσης - γιατί λυπάμαι στο τέλος να χαλάσω ένα όμορφο χειρόγραφο. Κι, όμως συχνότατα, το χαλάω. Και ξαναρχίζω μιαν άλλη "καλύτερη γραφή." Μα τούτη τη φορά ήταν κι άλλοι λόγοι: ήθελα κατά κάποιο τρόπο ν΄ αποσπαστώ από τη σκληρότητα των πραγμάτων που με βασάνισαν πολύ τον τελευταίο καιρό - ν΄ αποσπαστώ όχι "βάναυσα", όχι "απότομα" κι ατελέσφορα (και μόνη η ένταση της προσπάθειας θα θύμιζε ισχυρότερα την πραγματικότητα, που απ΄ αυτήν ζητούσα να αποσπαστώ), αλλά ήσυχα, σιωπηλά, με τελετουργική αργότητα [...] με εκείνες τις επίσημες, μυστικά οικείες, "βαθύπνευστες" κινήσεις που ξετυλίγουν ένα άγιο βελούδινο χρυσοκέντητο μαντήλι και σκεπάζουν, πριν απ΄ τη μετάληψη, το ασημένιο δισκοπότηρο."
[1] Εννοεί εννέα ποιήματα από τη συλλογή "Επαναλήψεις", που επρόκειτο να συμπεριληφθούν σε δίγλωσση Ανθολογία ευρωπαίων ποιητών, που ετοιμαζόταν στο Παρίσι
[2] Ποιήματα γραμμένα στη Σάμο το 1967.
Γιάννης Ρίτσος, "Εγώ δουλεύω με μια πέτρα στο στόμα", ένα γράμμα στη Χρύσα Προκοπάκη και στον Νικηφόρο Παπανδρέου, στο Παρίσι. περ. "Η λέξη", τεύχος 182, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004, σσ. 649-659(με μικρές ορθογραφικές προσαρμογές).
(Ιδιόγραφο του Γιάννη Ρίτσου. Από το αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού "Η λέξη" για τον ποιητή, τεύχος 182,
Ακολουθήστε μας...
Εγγραφή newsletter
Εγγραφείτε στην υπηρεσία newsletter για να
λαμβάνετε τα νέα του 4ου Γυμνασίου Σπάρτης